- οργανέτο
- το(λ. ιταλ.), βλ. οργανάκι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οργανέτο — το 1. μικρό όργανο 2. η λατέρνα, αλλ. οργανάκι 3. (με μειωτική σημ.) άνθρωπος που ενεργεί με εντολές άλλου και όχι αυτοβούλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. organ etto (< λατ. organum < όργανο)] … Dictionary of Greek
οργανάκι — το 1. μικρό όργανο 2. το μουσικό όργανο οργανέτο, η λατέρνα … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… … Dictionary of Greek
οργανάκι — οργανάκι, το και οργανέτο, το (λ. ιταλ.), είδος μηχανικού μουσικού οργάνου, αλλ. λατέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)